- χιλώ
- -όω, Α [χιλός]1. εφοδιάζω με χιλό («διὰ γὰρ τὸν φόβον τὰς μὲν ἡμέρας ἐχίλου τοὺς ἵππους, τὰς δὲ νύκτας ἐφυλάττετο», Ξεν.)2. παθ. χιλοῡμαι, -όομαιτρέφομαι σε φάτνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιλῷ — χιλός green fodder for cattle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχιλώ — όω, Α παραχορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χιλῶ (< χιλός)] … Dictionary of Greek
χίλωμα — και χείλωμα, ώματος, τὸ, ΜΑ [χιλῶ] τροφή τών ζώων, ζωοτροφή … Dictionary of Greek
χιλωτήρας — ο / χιλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σάκος με την τροφή τών υποζυγίων, ο οποίος κρεμιέται από τον λαιμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλῶ + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek
χιλός — και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α 1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.) 2. νομή, βοσκή 3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη,… … Dictionary of Greek